- σαρκίσας
- σαρκίσᾱς , σαρκίζωscrape clean of fleshaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαρκίζω — Α [σάρξ, σαρκός] αφαιρώ την σάρκα, γδέρνω («μετὰ δὲ σαρκίσας βοὸς πλευρῇ δέψει τῇσι χερσί», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek